βρόχος

βρόχος
βρόχος, ,
A noose, slip-knot, Od.11.278, 22.472, Hdt.4.60, Democr. 134, S.Ant.1222, etc.; snare for birds, Ar.Av.527;

θηρῶν β. E.Hel. 1169

;

ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις Xenarch.1.8

; mesh of a net, X.Cyn.2.5, etc.: metaph.,

β. ἀρκύων ξιφηφόροι E.HF729

;

ὡς ἂν ληφθῶσιν ἐν ταὐτῷ βρόχῳ A.Ch.557

; ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων νομοθετεῖν 'with a halter round one's neck', D.24.139. (βρόκχον shd. be written in Thgn.1099.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρόχος — noose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

  • βροχός — (I) ο [βρόχος] 1. χοντροκλωσμένο νήμα από μετάξι 2. ονομασία του φυτού αβένη η γενειοφόρος. (II) ο [βρέχω] λάκκος γεμάτος με νερό της βροχής …   Dictionary of Greek

  • βρόχος — ο 1. σχοινί με θηλιά στη μια άκρη, που χρησιμοποιείται ως αγχόνη: Παλαιότερα, απαγχόνιζαν πολλούς κατάδικους περνώντας στο λαιμό τους έναν τεράστιο βρόχο. 2. όργανο για να πιάνουν άγρια ζώα, λάσο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρόχω — βρόχος noose masc nom/voc/acc dual βρόχος noose masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοι — βρόχος noose masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοις — βρόχος noose masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοισι — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχοισιν — βρόχος noose masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχον — βρόχος noose masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχου — βρόχος noose masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”